- ἀποστήματα
- ἀπόστημαdistanceneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλαρία — (wuchereria). Κοινή ονομασία νηματοειδών σκωλήκων, που ανήκουν στην ομάδα των νηματωδών, οι οποίοι παρασιτούν σε διάφορα σπονδυλωτά, ανάμεσα στα οποία και ο άνθρωπος. Η φ. η μπανκρόφτεια είναι είδος της τάξης των φιλαριοειδών, διαδεδομένη σε όλες … Dictionary of Greek
ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… … Dictionary of Greek
αμυγδαλές — Λεμφικά όργανα που αποτελούνται από λεμφοζίδια όμοια με αυτά των λεμφαδένων·οι σπουδαιότερες κατασκευές του τύπου αυτού είναι εκείνες που περιβάλλουν το αρχικό τμήμα των αεροφόρων οδών και σε αυτές αναφέρεται συχνότερα o όρος α. Ο βλεννογόνος του … Dictionary of Greek
απόρρηξις — ἀπόρρηξις, η (Α) (κυρίως για αποστήματα) το να σπάσει, ν ανοίξει κάτι … Dictionary of Greek
εγκλυδάζομαι — ἐγκλυδάζομαι (Α) (για κύστεις και αποστήματα) παρουσιάζω κλυδασμό, φουσκώνω σαν το κύμα … Dictionary of Greek
επωθώ — ἐπωθῶ, έω (Α) [ωθώ] 1. σπρώχνω προς τα εμπρός ή προς τα επάνω 2. καρφώνω με δύναμη («παχὺν ἐπωθούντων τῷ σιδήρῳ τὸν κοντὸν εἰς τοὺς ἱππεῑς», Πλούτ.) 3. παθ. ἐπωθοῡμαι, έομαι (για αποστήματα) σχηματίζω κεφαλή … Dictionary of Greek
ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… … Dictionary of Greek
εύεικτος — εὔεικτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που υπακούει εύκολα, ο ευπειθής, ο πειθήνιος 2. αυτός που υποχωρεί εύκολα, ο μαλακός, ο ενδοτικός μσν. 1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα («λόγον εὔεικτον εἰς σαφήνειαν», Μάξ. Ομολ.) 2. (για αποστήματα) αυτός που υποχωρεί … Dictionary of Greek
μεσαυλιοτομία — η ιατρ. χειρουργική επέμβαση στο μεσαύλιο ή μεσοθωράκιο για να αφαιρεθούν αποστήματα από διαπύηση λεμφαδένων, όγκοι κ.λπ … Dictionary of Greek
πέπων — ο / πέπων, ον, ΝΑ νεοελλ. η πεπονιά και ο καρπός της, δηλ. το πεπόνι αρχ. 1. (ιδίως για καρπούς) αυτός που κατέστη μαλακός από τον ήλιο, ώριμος, γινωμένος 2. (ιδίως για το κρασί) εύγευστος, γλυκός 3. (για αποστήματα) έτοιμος για εμπύηση 4. ήπιος … Dictionary of Greek